Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Κλειστόν μέχρι νεωτέρας...




-Το κομμάτι είναι πολύ ωραίο, δυνάμωσέ το!
Όσο πιο δυνατά, τόσο καλύτερα!
Ο ήχος του είναι εθιστικός, γι αυτό μην το παρακάνεις :p
Θα κάνω κι εγώ ό,τι μπορώ... θα έρθω να το πάρω από δω σύντομα!
Ως τότε, να περνάς όμορφα!!!
Α! Η μουσική είναι του Στέφανου Κορκολή
και οι στίχοι της Ρεβέκκας Ρούσση.
Η φωνή... αχ η φωνή...
Λοιπόν έχω σοβαρό θέμα με τις φωνές, είναι να μην μου αρέσει φωνή
άπαξ και μου αρέσει κολλάω άσχημα.
Την πρώτη φορά που άκουσα αυτόν τον νέο καλλιτέχνη......
... Άστο γιατί ξέφυγα!!!
Όχι, δεν έχω πιει.. :p
Φιλάκια! ;)

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Ένα μπουκέτο όνειρα σε ένα βάζο από αναμνήσεις!




Ηλίανθος για αφοσίωση
Δελφίνιο για ανοιχτή καρδιά
Ρόζ τριαντάφυλλο για ευτυχία
Λευκό γαρύφαλλο για αγνή αγάπη



Τα λουλούδια είναι δωράκι από την Κατερίνα... τόσο όμορφα, δεν μπορούσα παρά να τα στολίσω! Σε ευχαριστώ πολύ, είσαι γλύκα!!!


Ας δούμε τί θυμάμαι...


Θυμάμαι βιολιά και πνευστά
Θυμάμαι κιθάρες και μπουζούκια!

Θυμάμαι χαμόγελα να σχηματίζουνε καρδιά
Θυμάμαι βλέμματα, μαύρα, καφέ, πράσινα!

Θυμάμαι μια παρέα αγκαλιά
Θυμάμαι μια παρέα χαχανητά!

Θυμάμαι τα μέχρι χθες
Θυμάμαι τα.. παλιά!

Θυμάμαι τη μαμά
Θυμάμαι τον μπαμπά…

Θυμάμαι τα λουλούδια
Θυμάμαι τα κεριά…

Θυμάμαι την κολλητή μου, την τούρτα
εισβολή... φωτιά......
''hapy birthday to you, you belong to the zoo...'' :)

Θυμάμαι την βροχή, το λαχάνιασμα, το λεωφορείο
το φροντιστήριο, τον καθηγητή
γέλια, αναστάτωση, σχόλασμα, ξανά βροχή...

Θυμάμαι το αγαπημένο μας καφέ
τους πίνακες, το τεράστιο λιωμένο κερί
τα αρώματα, την jazz μουσική

Θυμάμαι τον κόκκινο καναπέ
την υφή της ζεστής σοκολάτας

Θυμάμαι τα τζιν και τα αθλητικά
και πόσο αστεία φαίνονταν
υπό το φως των κεριών!

Τι φοράω; Τι φοράς;
Σε κρατάω. Με κρατάς.
Φοβάσαι καμιά φορά;
Συνέχεια!

Θυμάμαι ένα παγκάκι, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, να τρώνε με τα δάχτυλα ένα γλυκό…

Θυμάμαι χέρια να πλέκονται γύρω από ώμους, μια φωτογραφία και από πίσω μια πολυσυλλεκτική αφιέρωση!

Θυμάμαι μια καρτούλα με τον pepe le pew
Κι άλλη μια με τον Ταζ!

Θυμάμαι ένα κέρασμα κι ύστερα άλλο ένα
Θυμάμαι πόσες φορές ήπιαμε τα ‘τελευταία’

Θυμάμαι μια παραγγελιά, η ίδια πάντα
Θυμάμαι έναν χορό, ζεϊμπέκικο.

Θυμάμαι πώς έκαιγαν οι σόμπες στη στοά
Πώς πετάξαμε τα μπουφάν!

Θυμάμαι το ξημέρωμα το κρύο στο λιμάνι
Πώς τα τυλιχτήκαμε πάλι!

Θυμάμαι τον σαξοφωνίστα!
Και το παγωτό!!!

Θυμάμαι το ροκάδικο
θυμάμαι το ρακάδικο!!!

Θυμάμαι το ρεμπετάδικο
και εκείνες τις φωνές!
Εντάξει, εκείνη την φωνή με τα πράσινα μάτια
την θυμάμαι λιγάκι παραπάνω!

Θυμάμαι την γωνιά στο πέτρινο
τις μαξιλάρες και τα κοκτέηλ

Θυμάμαι τον Ι. και την Χ.
και την άλλη χρονιά μόνο τον Ι.
χωρίς την Χ.
Τι να κάνει η Χ.;

Θυμάμαι εκείνη την κρεπερί
Θυμάμαι τις κουβέντες
μιλούσαμε για όνειρα
δεν αναλύαμε όνειρα
κάναμε όνειρα.

Τα θυμάμαι.

Θυμάμαι… κι όσο θυμάμαι τόσα περισσότερα θυμάμαι…
θυμάμαι όλα τα γενέθλια από παιδί ως εδώ..
θες να σου γράψω για όλα, ένα προς ένα; Θυμάμαι. Μπορώ.

Αλλά όχι τώρα, τώρα θέλω να φτιάξω πάλι όνειρα.
Αν σου αρέσουν, θα σου τα χαρίσω..
Θα μπορούσαμε να τα κάνουμε αναμνήσεις!

Αν περάσεις από δω,
άφησε μια ευχή για Υγεία
τα άλλα όλα νομίζω πως τα μπορώ..
Και κάνε και μια δική σου
ό,τι ό,τι θέλεις :)





... Με πάει ψηλά στον ουρανό
Μου λέει τώρα γκρεμίσου
Και 'γω σαν άστρο ρίχνομαι
Κι ακούω την ευχή σου...



-Εδώ μπορείτε να κεραστείτε τουρτίτσα (self service :) και εδώ Ευχές...!!!!!!!!! ;)


All in all...

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Πρώτη φορά...




Σήμερα ονειρεύτηκα ότι ξύπνησα
Στην αγκαλιά σου
Αναζήτησα το βλέμμα σου
μα εκείνο έμενε καρφωμένο
σε εκείνο το άστρο
Εντός ή εκτός;

Οι συντεταγμένες του στόχου βολής του πύρινου βλέμματός σου
Απροσδιόριστα φωτάκια
σαν σημεία τριβής μιας ομίχλης που ερωτοτροπεί με το άπλετο φως
Που κοιτάζεις; Έκανα να σου πω
Μα με κρατούσες
Και δεν ήθελα να ξυπνήσω

Επειδή μόλις είχα ξυπνήσει

Και η μουσική που μας τύλιγε
ήταν το τραγούδι των άστρων
ο προπατορικός ρυθμός
που έκανε τον κόσμο να μοιάζει
πρώτη του φορά
αληθινός





Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009

Lullaby




Σήμερα άνοιξα το σπίτι έπειτα από αρκετό καιρό για φίλους, όχι μόνο τους δυο τρεις που βρισκόμαστε συνήθως για τα νέα των ημερών, για ένα ποτό, μα για όλη την παρέα, τους φίλους των φίλων, καινούριες γνωριμίες που έκανα τον τελευταίο καιρό. Γενικά ήμουν πολύ πιεσμένη εδώ και αρκετό καιρό για να οργανώσω κάτι μαζικό, εξάλλου κάθε βδομάδα όλο και κάποιος με προλάβαινε, γενέθλια τη μία, επέτειος την άλλη, κάποια γιορτή, έτσι απλά να ψήσουμε, να μαζευτούμε, απλά γιατί χειμώνιασε, για να ανάψει το τζάκι, για να παίξουμε μουσική, είναι εξαιρετικά χαλαρωτικές αυτές οι μαζώξεις σε σπίτια, χαλαρά σώματα, χαλαρές εκφράσεις, χαλαρές κουβέντες, όλη αυτή η ανεπιτήδευτη ανθρώπινη επαφή…


Δεν το είχα οργανώσει, να παίξουμε κανένα επιτραπέζιο είπαμε με τρεις φίλους, δεν λές και στον τάδε, πες του να πει και σε κείνον… και έπειτα από λίγο… μπορεί; Α θα έρθει και η… Ωραία! Και έπειτα άρχισε ο πυρετός της προετοιμασίας, δυο τρεις ώρες και ξάφνου όλα έτοιμα… οι μεζέδες στη σειρά, οι μπύρες και το κρασί στο ψυγείο, τα παιδιά θα φέρουν τα γλυκά… τελικά μαζεύτηκαν πολλά γλυκά, φεύγοντας οι τελευταίοι τα πήραν πακετάκι για το δρόμο… δε σφάξανε που θα έμενα στο σπίτι με τόσα γλυκά! Αλλά δοκίμασα μια σοκολατόπιτα ρε παιδιά! Μα μια σοκολατόπιτα!


Πόση διάθεση είχα να το κάνω αυτό, το σημερινό απόγευμα! Έτσι μου ‘ρχεται να ανοίξω όλα τα παράθυρα και να μείνω έτσι όλη νύχτα! Το ίδιο είχα πάθει και όταν σε πρωτογνώρισα, μόνο που τότε ήταν καλοκαίρι! Την πόρτα του σπιτιού μου ξέχνούσα να την κλείσω, θα έλεγες πως σε περίμενα... και εσύ την είδες που ήταν ορθάνοιχτη και κατάλαβες πως για σένα ήταν.


Όπως έκανε η γιαγιά μου όταν ήμουν παιδί τα καλοκαίρια στο χωριό, που κάθε πρωί όποιος περνούσε από το δρόμο θα έμπαινε για έναν καφέ, μια πορτοκαλάδα, ένα μπισκότο… και τα βραδάκια έφτιαχνε πάντα εκείνες τις πίτες στο τηγάνι που τράβαγε τη ζύμη πριν τις βυθίσει στο λάδι που τσιτσίριζε και γι αυτό τις λέγαμε τραβηχτές!

Και τις έβγαζε σε εκείνο το πεζουλάκι που ήταν χτισμένο στο δρόμο έξω από το σπίτι μέσα σε ένα ταψάκι μαζί με φέτες αλμυρό χωριάτικο τυρί στο πλάι και μαζευότανε ολόκληρο το χωριό και ήταν τόσο αλλόκοτη αυτή η φασαρία μέσα στη απέραντη σιγαλιά της νύχτας, και τα γέλια των ανθρώπων και οι κουβέντες τους εναλάσσονταν με τα γρυλίσματα των τσακαλιών που κατέβαιναν ως τη στέρνα να πιούν νερό από την γούρνα των σκυλιών και οι νυφίτσες σαν ένοχοι διαμαρτύρονταν και κανείς δεν ήθελε να τις ακούσει και μέχρι και οι κουκουβάγια φώναζε για λίγη ησυχία μα δεν της γινόταν το χατίρι παρά λίγες ώρες πριν το ξημέρωμα.


Σε εκείνο το πεζούλι ξάπλωνε πάντα ο θείος πάνω σε μια κουρελού και όταν νύσταζα και άρχιζα την γκρίνια γιατί φοβόμουν να πάω σπίτι μόνη μου να κοιμηθώ, τρύπωνα δίπλα του και κοιτούσαμε τα αστέρια στον ουρανό, πόσα αστέρια εκείνος ο ουρανός, πόσα αστέρια! ακόμα και σήμερα είμαι πεπεισμένη ότι δεν υπάρχει στον κόσμο όλο τόσο πυκνός έναστρος ουρανός… και εκείνη η ψύχρα του καλοκαιριού που ζωντάνευε το αίμα, ίσως δανειζόταν κάτι από την αίσθηση ότι ήσουν καταμεσής μιας φύσης παρθένας με όλους της τους απεσταλμένους σε ειρηνικές αναγνωριστικές αποστολές, και θυμάμαι με νοσταλγία όλα εκείνα τα ζούδια που φοβόμουν στο φως της ημέρας να με πλησιάζουν δειλά πάνω στο πέτρινο πεζούλι και εγώ να μην τα μαρτυρώ και να μοιράζομαι μαζί τους εκείνο τον ολόφωτο ουρανό και ίσως να ήταν αυτό που τον έκανε τόσο απέραντο και τόσο μαγικό!


Ο ουρανός όταν φορτώνεται αστέρια μοιάζει να μου ψιθυρίζει ένα μυστικό, κι αν τον κοιτάξω λίγη ώρα γίνονται τα αστέρια νότες σε πεντάγραμμο,
στους αγγέλους το χαρίζω το μικρό μου μυστικό, το κορμί σου να τυλίξουν στου έρωτά μου το σκοπό.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

Weak as I Am






Ξύπνησα νωρίς το πρωί από έναν τρομερό εφιάλτη, το σώμα μου δεν το όριζα, το μόνο που με έκανε να καταλαβαίνω ότι έχω ξυπνήσει ήταν το βλέμμα μου καρφωμένο στο ταβάνι στο σημείο που το άφησα χθες βράδυ, ένας φοβερός πόνος στο κεφάλι και η καρδιά μου που χτυπούσε σαν να ήθελε να βγει και να πετάξει. Όσο η σκέψη μου τολμούσε να κινηθεί μέσα σε αυτό το πονεμένο περιτύλιγμα, προσπάθησε να επικεντρωθεί σε πράγματα που αγαπώ, που τόσους μήνες μου ζητάνε μία λύση να τα απαλάξει από τον δικό τους ανυπέρβλητο πόνο, τόσος χρόνος χαμένος, τόσες στιγμές ανώφελης αγωνίας, τόσες παρανοήσεις, τόσα λάθη, τόσα αδικαιολόγητα λάθη. Κι εγώ ανήμπορη να τα κοιτώ και να περιμένω τι; Ποιον να μου δώσει τη λύση; Νιώθω ανήμπορη. Πραγματικά τόσο ανήμπορη. Τελείωσαν οι δυνάμεις μου. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο για να πω. Το μόνο που θέλω να είναι καλά εκείνος που αγαπώ. Δεν υπάρχει τίποτα που να νιώθω δυνατή να κάνω γι αυτό. Το συναίσθημα αυτό σαν σάβανο με τυλίγει και με νεκρώνει. Ένα πράγμα μονάχα έχει αξία και εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι αυτό... Όμως τίποτα άλλο δεν έχει σημασία. Και την τελευταία μου πνοή θα την δώσω σε αυτό το μόνο, το μόνο πράγμα στον κόσμο που έχει αξία. Αρκεί να μου έχει μείνει πνοή, αρκεί να βρω ακόμα μέσα στο νεκρό μου σώμα ζωή, για να δώσω. Ή ακόμα και για να μην δώσω, να είμαι εδώ και να προσεύχομαι μονάχα. Δεν μπορώ να φύγω τώρα, τους λογαριασμούς μου θα τους ξοφλήσω σε αυτή τη ζωή. Το αμάρτημα μου, Αλαζονεία. Είναι κάποια πράγματα που δεν κάνει να τα αγγίζεις. Ηλίθια.



Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

PostBox






Το θλιμμένο Γραμματοκιβώτιο


Ο χρόνος, σκέφτομαι, ίσως είναι μια αργοπορημένη τιμωρία – για ποιο πανάρχαιο σφάλμα! Βράδιαζε. Άνοιξα το παράθυρο κι αφουγκράστηκα μακριά το αιώνιο παράπονο του κόσμου.

Έτσι συνήθως χάνουμε τα πιο ωραία χρόνια μας, από ‘να τίποτα: ένα αύριο που άργησε ή ένα λυκόφως που κράτησε πολύ. Κι όταν ο Θεός μοίρασε τον κόσμο, τα παιδιά πήρανε τις γωνιές των δρόμων κι ο διάβολος τις πιο ωραίες λέξεις… Ύστερα το σπίτι ερήμωσε, όλοι έφυγαν, κι οι νεκροί κι οι φίλοι κι η νεότητα – δρόμοι λησμονημένοι στο βάθος της νύχτας και στον κήπο τα δέντρα είχαν ακούσει τόσους λυγμούς που ανθίζαν μ’ έναν άλλο τρόπο, «να με θυμάσαι» έλεγε τα φθινοπωρινά βράδια μια κοριτσίστικη φωνή, γιατί πάντα στα παιδικά μας χρόνια υπάρχει ένα κορίτσι που λέγεται Μαρία. Κι άλλα πράγματα που δεν έγιναν ποτέ – όπως συμβαίνει στην πιο αληθινή ζωή μας.

Ήμουν τόσο μονάχος που όλα θα τελείωναν στην αιωνιότητα. Εν αμάξι πέρασε, το σπίτι τραντάχτηκε κι αχ πώς να σωθείς απ’ την πραγματικότητα όταν δεν είσαι πια παιδί, ενώ στο βάθος του διαδρόμου ήταν εκείνη η μυστική πόρτα που θα τη βρούμε όταν θα ‘χουν περάσει τα χρόνια, όπως στην άκρη των θλιμμένων ποιημάτων που εκβάλλουν οι ποταμοί ή όπως οι λεχώνες που επιστρέφουν απ’ το άπειρο προτιμώντας ένα μικρό κλάμα εδώ στη γη.

Και καμιά φορά πηγαίνω και στέκομαι εκεί που ήταν η παλιά στάση του τραμ, γιατί; μα αυτό σας ρωτώ κι εγώ – κι έζησα με μυστηριώδεις υποθέσεις όπως πάντα όταν δεν έχει τι να κάνει κανείς ή άλλαζα συνεχώς δρόμο για να μην καταλάβω που ακριβώς έσφαλα και τις νύχτες έπαιρνα τη βαλίτσα μου ακόμα και στον ύπνο, γιατί ποιος ξέρει το τέλος του ταξιδιού; - με μια λέξη ο κόσμος ήταν τόσο ξένος που προτιμούσα μια καλή μπυραρία ή να σαρώσω όλον τον ουρανό όπως σ’ ένα ναυάγιο ή ν’ ανεβώ σε μια καρέκλα και να κοιτάξω πράγματα για πάντα χαμένα – α, μόνος μου έκανα τη ζωή μου άθλια για να μοιάζει λίγο με πραγματική.

Στιγμές που δε σε φτάνει μια ζωή ν’ αναπολήσεις όσα έζησες – και τα βράδια έριχνα όλες μου τις σκέψεις απ’ το παράθυρο μήπως και βρουν το δρόμο τους οι χαμένοι ταξιδιώτες, κι έζησα σε σπίτια που έμπαζαν από παντού για να θυμούνται οι επιλήσμονες, εξάλλου με τις διαρκείς αναβολές, όλο αύριο κι αύριο, έμεινα για πάντα δωδεκαετής. Πράγματα σκοτεινά που δεν θα εξηγηθούν παρά την ημέρα της Κρίσεως. Αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ μια νύχτα σ’ εκείνη τη μεγάλη εξέγερση, οι τραυματιοφορείς μ’ ακούμπησαν για μια στιγμή κάτω και τότε κοίταξα τα άστρα, Θεέ μου, πώς έλαμπαν, και ξαφνικά δε μ’ ένοιαζε που είχαμε νικηθεί, «όλο το άπειρο είναι δικό μας», είπα μέσα μου κι έκανα όρκο να φέρω ως το τέλος το πεπρωμένο μου.

Κουβέντιαζα με τη μητέρα θυμάμαι όταν μπήκε το φθινόπωρο, ένα γραμματοκιβώτιο ήταν καρφωμένο στον τοίχο σαν ένα τρόπαιο λησμονιάς – ώσπου στο τέλος ενδίδεις, είναι λιγότερο κουραστικό, πένθη που θα μας οδηγούσαν στην τρέλα ή στο θάνατο κι άξαφνα ένα πρωί είδαμε ότι τα ‘χουμε ξεχάσει. Μόνο καμιά φορά ένα τραγούδι μακρινό τη νύχτα ή μια ακαθόριστη μυρουδιά ξυπνάει τ’ αλλοτινά – ποιος θα σε σώσει τότε…

Τελικά ήμουν πολύ φιλόδοξος για ν’ αρκεστώ μονάχα σε μια ζωή κι όπως όλοι οι ήρωες ξύπνησα άξαφνα μια νύχτα χωρίς να θυμάμαι ποιος είμαι ή όπως αυτή η βρεγμένη ομπρέλα στο διάδρομο είναι η αδιάσειστη απόδειξη ότι διέσχισα τον κατακλυσμό – ω αιώνα μου, είμαι χρεωμένος τόσες σκληρότητες, μα εγώ φεύγοντας θ’ αφήσω ένα γράμμα τρυφερό γι’ αυτούς που θα ‘ρθουν.

Και κάποτε θα σας διηγηθώ για τη θεία Ρόζα που είχε μιαν άτυχη ιστορία ή μάλλον δεν είχε καμιά ιστορία. Απλώς μια νύχτα στη βεράντα έκανε να πιάσει εν’ άστρο που έπεφτε – και γκρεμίστηκε απ’ τις σκάλες. Από τότε στηριγμένη στα δεκανίκια προχωράει και χάνεται
σε κήπους φανταστικούς.


Τάσος Λειβαδίτης
Βιολέτες για μια εποχή, 1985




Y.Γ. Κάπου εδώ θα έπαιζε και ένα τραγουδάκι αλλά είπα να μην το βαρύνω... το κλίμα γενικά και το post-box μου ειδικά!... Εσείς μπορείτε να το συνοδεύσετε με Διάφανα Κρίνα... οτιδήποτε θα ήταν εντάξει... Whatever! που λένε και οι Άγγλοι!!!